отыграть - ορισμός. Τι είναι το отыграть
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι отыграть - ορισμός


отыграть      
ОТЫГР'АТЬ, отыграю, отыграешь, ·совер.отыгрывать
).
1. что. Играя, вернуть (проигранное). Отыграть свои деньги.
2. ·без·доп. Кончить играть; см. от...1 в 1 ·знач. Мы уже отыграли.
ОТЫГРАТЬ      
игрой вернуть проигранное.
О. проигрыш. О. очко.
отыграть      
сов. перех. и неперех. разг.
1) Закончить играть что-л.; прекратить игру.
2) неперех. Провести некоторое время, играя что-л.
3) см. также отыгрывать.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για отыграть
1. Этот дефицит "Вильярреалу" отыграть вполне по силам.
2. У американца был отличный шанс отыграть отставание.
3. Отыграть три пропущенные шайбы было уже невозможно.
4. Постараться отыграть преимущество французов в три мяча.
5. Сейчас проигравшие аукцион корпорации пытаются отыграть ситуацию.
Τι είναι отыграть - ορισμός